οδοντοσφράγιση

οδοντοσφράγιση
[-ις (-εως)] η пломбирование зуба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οδοντοσφράγιση" в других словарях:

  • οδοντοσφράγιση — η σφράγισμα τού δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη που γίνεται προκειμένου ν αποφευχθεί η ευρύτερη καταστροφή του από την τερηδόνα …   Dictionary of Greek

  • οδοντοσφράγιση — η το φράξιμο τρύπας ή κοιλότητας δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη, αλλ. σφράγισμα, βούλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντοσφράγισμα — το η οδοντοσφράγιση …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»